ἅλυν

ἅλυν
ἄλυν , ἄλυς
agitation
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄλυν — ἄλυς agitation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλυν — Ἅλυς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КРЕЗ —    • Croesus,          Κροι̃σος, царь лидийский из династии Мермиадов, сын Алиатта (Hdt. 1, 7, 92), наследовал своему отцу, по обыкновенному мнению, ол. 55, 1, т. е. в 560 г. до Р. X. (по другим в 571 или 557 г.); раньше, однако, был соправителем …   Реальный словарь классических древностей

  • ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”